Ομιλία Γ.Τσόγκα στην επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος

Share

Κ.κ Βουλευτές,

Η πρότασή μας για την αναθεώρηση του Συντάγματος διαπνέεται από την ανάγκη συνεχούς εμβάθυνσης της Δημοκρατίας και οικοδόμησης ενός  σύγχρονου κράτους δικαίου, στοχεύει στην βελτίωση της ποιότητας της Δημοκρατίας, στην ενίσχυση της διαφάνειας σε όλους τους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης , στην  ενίσχυση της πολυφωνίας και στην ενδυνάμωση του λαϊκού αποτυπώματος στην πολιτική ζωή του τόπου. Οι αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της προάσπισης των συμφερόντων του συνόλου της κοινωνίας από τα όργανα της πολιτείας, που είναι φορείς εξουσίας,  αντανακλώνται εντόνως στις θέσεις μας περί αναθεώρησης των άρθρων 101Α και 102 παρ 2 του Συντάγματος.
Στο άρθρο 101Α προτείνουμε μία αναδιάρθρωση του τρόπου ίδρυσης , λειτουργίας και ελέγχου των αποφάσεων των Ανεξαρτήτων Αρχών, βασισμένη σε διαφανείς και αξιοκρατικές  διαδικασίες, με στόχο την εξάλειψη εξωγενών παρεμβάσεων και πρακτικών διαπλοκής, που προφανώς προσβάλλουν το δημόσιο συμφέρον.
Ο θεσμός των Ανεξαρτήτων Αρχών εισήχθη στη χώρα μας με βάση το γαλλικό πρότυπο, όμως όπως σε πολλούς εισαγόμενους θεσμούς έτσι και στην περίπτωση των Ανεξαρτήτων Αρχών, δεν κατέστη εφικτό να λειτουργήσουν όπως λειτουργούν στη Γαλλία ή και σε άλλες χώρες του εξωτερικού. Η Ελληνική πραγματικότητα της γραφειοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων στέρησαν στον θεσμό τον πραγματικά ανεξάρτητο χαρακτήρα του, αφού στο παρελθόν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στο έργο των Αρχών δεν τους επέτρεψαν να αποκτήσουν το κύρος που  τους προσέδωσε ο συνταγματικός νομοθέτης το 2001.
Χαρακτηριστική περίπτωση ευθείας κυβερνητικής παρέμβασης το πόρισμα της Αρχής για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος, σχετικά με τα δομημένα ομόλογα που υπέγραφε ο επικεφαλής της Αρχής Γιώργος  Ζορμπάς. Το πόρισμα Ζορμπά δυσαρέστησε ως φαίνεται τους τότε Κυβερνώντες, με αποτέλεσμα αυτό να χαρακτηριστεί μη σύννομο και άκυρο με εγκύκλιο του τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σανιδά και στη συνέχεια να επέλθει η κατάργηση της Αρχής για την καταπολέμηση του βρώμικου χρήματος  και συνεπεία της καταργήσεώς της και η απομάκρυνση του επικεφαλής αυτής Γιώργου Ζορμπά .
Από τη μια λοιπόν έχουμε Ανεξάρτητες Αρχές που έχουν όσα το Σύνταγμα προβλέπει, δηλαδή ορισμένη θητεία και προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, κι από την άλλη τη δυνατότητα κυβερνητικών παρεμβάσεων. Ο τρόπος επιλογής των μελών, σήμερα γίνεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής , σε πλείστες δε εκ των μη  συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξαρτήτων Αρχών οι διοικήσεις διορίζονται απ’ ευθείας από την κυβέρνηση κι αυτό αρκεί για να κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο ρόλο που επιτελούν.
Προκειμένου να ενισχυθεί ο ανεξάρτητος χαρακτήρας των Ανεξαρτήτων Αρχών  και να αποκατασταθεί πλήρως ο ιδρυτικός τους ρόλος, που δεν είναι άλλος από την άσκηση εποπτείας  επί ευαίσθητων τοµέων της πολιτικής, οικονοµικής και κοινωνικής ζωής και της διασφάλισης της νομιμότητας, και της προστασίας των πολιτών, είναι απαραίτητο οι Αρχές να διοικούνται από πρόσωπα που επιλέγονται μέσα από επίτευξη  ευρύτερων συναινέσεων και σε αυτό ακριβώς έγκειται και η πρόταση μας περί εκλογής των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών κατόπιν πλειοψηφίας των 3/5 της διάσκεψη των προέδρων .
Η απομείωση δε, της αναγκαίας πλειοψηφίας στα τρία πέμπτα  αποτελεί μία ενδεδειγμένη λύση ώστε να αποφευχθούν παθογένειες  που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν μέσω της επιδίωξης της ομοφωνίας ή της πλειοψηφίας των τεσσάρων πέμπτων, οδηγώντας σε αδυναμία συγκρότησης και λειτουργίας των Ανεξαρτήτων Αρχών . Χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβλήματος που δημιουργεί η επιλογή των μελών με πλειοψηφία των 4/5 είναι αυτό  που προέκυψε με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Η αδυναμία εξεύρεσης κοινά αποδεκτής λύσης έδωσε έδαφος στην αυθαιρεσία των ιδιοκτητών των ΜΜΕ βάζοντας σθεναρά εμπόδια στον κυβερνητικό σχεδιασμό σχετικά με τις τηλεοπτικές άδειες. Κι όλο αυτό έγινε διότι κάποιοι τοποθέτησαν υπεράνω των Εθνικών συμφερόντων την προάσπιση των κομματικών τους συμφερόντων.
Η πρόταση μας δε περί  αυξημένης πλειοψηφίας –τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών– ως προϋπόθεση για την ψήφιση νόμου που αφορά εφεξής την ίδρυση κάθε νέας ανεξάρτητης αρχής και περί ρητής υπαγωγής τους στον έλεγχο της Βουλής, είναι δείγμα πολιτικής ωριμότητας και εξορθολογισμού  του διοικητικού τοπίου. Πέραν των Ανεξαρτήτων Αρχών που καθιερώθηκαν με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, στη χώρα μας λειτουργούν σήμερα πλέον των τριάντα Αρχών οι οποίες ιδρύθηκαν εκτός των συνταγματικώς προβλεπόμενων, γεγονός που δεν αποτελεί εχέγγυο για το Ανεξάρτητο του χαρακτήρα τους, τον οποίο και οφείλουμε να διαφυλάξουμε. Και ο μόνος τρόπος, είναι ο ιδρυτικός τους νόμος να ψηφίζεται από τη Βουλή, ως δικλείδα ασφαλείας στο φαινόμενο του ανεξέλεγκτου πολλαπλασιασμού τους.  Με την πρότασή μας δε, σε καμία περίπτωση δεν θίγονται οι αρχές που έχουν ιδρυθεί με νόμο προγενέστερο της τροποποίησης της διάταξης. Σκοπεί όμως να βάλει φρένο στην  αλόγιστη ίδρυσή ανεξάρτητων αρχών μόνο με νόμο, χωρίς συνταγματική πρόβλεψη που είναι και ο μόνος τρόπος να άρει τις όποιες αμφιβολίες σχετικά με την εκχώρηση εκτελεστικών εξουσιών σε ανεξάρτητες αρχές.
Η πρόταση τώρα της Ν.Δ. περί εκλογής των μελών από  «ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή», χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό  της επιτροπής αυτής, είναι το λιγότερο αόριστη χωρίς να θέλω να αναφερθώ σε τυχόν υποκρυπτόμενους σκοπούς που μπορεί εμπεριέχει αυτή η αοριστία. Ιδιαίτερο προβληματισμό όμως δημιουργεί η πρότασή της, περί παράτασης των υφιστάμενων θητειών έως την επιλογή νέων μελών. Με την πρόταση της αυτή η αντιπολίτευση επιχειρεί να νομιμοποιήσει  συνταγματικώς μια κακή διοικητική πρακτική, την οποία άλλωστε το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ως αντισυνταγματική. Οι διαδοχικές παρατάσεις θητειών μετά τη λήξη τους, πλήττουν την ανεξαρτησία των αρχών, ενώ δρουν καταλυτικά στην αποτροπή εξεύρεσης συναινέσεων στο πρόσωπο των μελών των Ανεξαρτήτων Αρχών, διαιωνίζοντας καταστάσεις που υπονομεύουν τον ρόλο και την λειτουργία τους.
Περνώντας τώρα στην προτεινόμενη  αναθεώρηση του άρθρου 102 παρ. 2 , αποτυπώνουμε τις χρόνιες θέσεις μας οι οποίες εδράζονται στην ενίσχυση  της λαϊκής παρέμβασης στα πολιτικά δρώμενα του τόπου, στην εμβάθυνση της δημοκρατίας και στην κατοχύρωση της ουσιαστικής ισότητας της ψήφου.Με την πρότασή μας καθιερώνεται το πλέον αντιπροσωπευτικό εκλογικό  σύστημα , αυτό της απλής αναλογικής στο οποίο εκφράζεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η πραγματική βούληση του εκλογικού σώματος , αποτελεί ενδυνάμωση της Δημοκρατίας, φέρνει πιο κοντά τον πολίτη στην ενασχόληση με τα κοινά και ωθεί σε συνεργασίες αυτοδιοϊκητικών δυνάμεων με στόχο την προώθηση των τοπικών συμφερόντων. Μέσω του αναλογικού συστήματος η λαϊκή βούληση βρίσκει  την αυθεντική έκφραση της ενώ ο λαός ως κυρίαρχος κατά το Σύνταγμα καθορίζει δια της ψήφου του το εκλογικό αποτέλεσμα γεγονός που νομιμοποιεί  με άκρως δημοκρατικό τρόπο την εκάστοτε τοπική αυτοδιοίκηση.
Είναι γεγονός ότι η αντιπολίτευση, τηρεί εχθρική στάση απέναντι στον εκδημοκρατισμό της τοπικής Αυτοδιοίκησης επιθυμώντας να διατηρήσει τις κομματικές επιρροές της σε τοπικό επίπεδο, με στόχο την ενίσχυση των επεμβατικών πρακτικών της. Ο πρόεδρος της ΝΔ αν και τελευταία προσπαθεί να δείξει ότι είναι κοντά στο λαό παρολαυτά έχει αναχθεί σε πολέμιο του αναλογικού συστήματος, συνεπώς σε πολέμιο του ίδιου του λαού αφού η βούλησή του εκφράζεται καθαρά μόνο μέσω του εν λόγω συστήματος.
Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης αναδείχτηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε υπόθεση στενά κομματική, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα που προτάσσει το εκάστοτε κόμμα κι όχι τα συμφέροντα των  τοπικών κοινωνιών. Στόχος μας είναι η αποσύνδεση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης από μικροκομματικά συμφέροντα και η εφαρμογή των αρχών της άμεσης Δημοκρατίας . Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται ένα δυναμικό σύστημα συμμετοχής των πολιτών στην λήψη και στην εφαρμογή αποφάσεων το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μέσω των λαϊκών συνελεύσεων οι οποίες και θα συμβάλλουν στην ενίσχυση του θεσμού  της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  και στον πλήρη εκδημοκρατισμό του.
Ενισχυτικός δε παράγοντας του θεσμού των λαϊκών συνελεύσεων είναι η  καθιέρωση των τοπικών δημοψηφισμάτων , τα οποία εισάγονται στη διάταξη του 102 παρ2  και τα οποία αποτελούν ύψιστη έκφραση της λαϊκής βούλησης. Η ανάγκη για διενέργεια τοπικών δημοψηφισμάτων γεννάται από την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης,  την απαξίωση των κομματικών θεσμών και την απώλεια εμπιστοσύνης του λαού στο πρόσωπο των κυβερνώντων. Μέσω της διενέργειας δημοψηφισμάτων σε τοπικό επίπεδο, οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στη  λήψη αποφάσεων που αφορούν ζητήματα του τόπου τους , αποκτούν ενεργό ρόλο στον έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης και δύνανται να αντιταχθούν σε οτιδήποτε βλάπτει τα συμφέροντα του τόπου τους .
Η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 102 παρ 2, δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ για ενδυνάμωση της λαϊκής κυριαρχίας και σεβασμού στο πρόσωπο του πολίτη καθιστώντας τον ενεργό μέλος  στη διακυβέρνηση του τόπου κι όχι παθητικό ψηφοφόρο ενθυμούμενο σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Η πρόταση της ΝΔ στο άρθρο 102 περί δημοσιονομικής ισορροπίας των προϋπολογισμών των Ο.Τ.Α. ,  επιβάλλει αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία στους Οργανισμούς τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι εφαρμόζοντας μια περιοριστική οικονομική πολιτική με μειωμένες δημόσιες δαπάνες , μοιραία θα μειώνουν ανάλογα τις  παροχές προς τους δημότες τους, γεγονός που θα επηρεάσει άμεσα και αρνητικά τις τοπικές οικονομίες. Η επίσης  προτεινόμενη  από την ΝΔ οικονομική αυτοτέλεια, η οποία θα βασίζεται αποκλειστικά σε ίδιους πόρους των δήμων και των περιφερειών πλήττει  ευθέως την οικονομική και κοινωνική αποστολή των ΟΤΑ και ακυρώνει τον εγγυητικό- μέχρι σήμερα -ρόλο του Κράτους ο οποίος δρά ως ρυθμιστικός παράγοντας  για την εύρυθμη και δίχως ανισότητες λειτουργία των τοπικών αρχών.
Τέλος θα αναφερθώ πολύ σύντομα στην πρόταση της αντιπολίτευσης στο άρθρο 103 περί της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων με βάση τις αρχές της αμεροληψίας, της ουδετερότητας, της επαγγελματικής ικανότητας και της αποδοτικότητας. Έννοιες βαρύνουσας σημασίας οι οποίες όμως χάνουν το νόημα τους καθότι χρησιμοποιούνται από την αντιπολίτευση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις, αφήνοντας όμως ένα τεράστιο κενό σχετικά με το σκοπό που θα εξυπηρετήσει η εν λόγω πρόταση .
Για ακόμη μία φορά η ΝΔ δομεί μία πρόταση σε ένα αόριστο περιβάλλον και στην συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 103 αυτό δεν είναι τυχαίο,  αν θυμηθεί κανείς ότι ο κύριος Μητσοτάκης ως Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και η τότε Κυβέρνηση της ΝΔ, είχαν εκφραστεί ανοιχτά περί άρσης της μονιμότητας των Δημοσίων υπαλλήλων. Συνεπώς δεν μπορεί να μη δει κανείς εκ του πονηρού την καλοντυμένη μεν αόριστη δε πρόταση επί  του άρθρου 103.
Κανείς νομίζω σε αυτή την αίθουσα δεν είναι κατά της ορθής λειτουργίας της Δημόσιας διοίκησης και της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, θεωρώ όμως πως η πρόταση του άρθρου 103 θέτει τη βάση στην οποία – αν παρ’ ελπίδα στο μέλλον η ΝΔ εκλεγεί Κυβερνών κόμμα- θα επιδιώξει  την κατάργηση της μονιμότητας και αυτό οφείλουμε να το αποτρέψουμε.

Έτσι τελειώνοντας, απευθυνόμενος προς την ΝΔ, εκτιμώ, ότι θα ήταν πολιτικά ορθό και τίμιο, να αποσαφηνίσετε τώρα την πρόθεσή σας, αν θα καταργήσετε ή όχι την μονιμότητα, χωρίς περιστροφές και δολιχοδρομίες, με την αναγκαία σοβαρότητα που αρμόζει στην παρούσα διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης.